- πέδησεν
- πεδάωbind with fettersaor ind act 3rd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπεδώ — καταπεδῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού πεδώ) (ποιητ. τ. και μόνο σε τμήση) μτφ. δένω, δεσμεύω ισχυρά, περιπλέκω («κατὰ δ οὖν ἕτερόν γε πέδησεν» τον έναν από τους δύο ανθρώπους συνήθως τόν περιπλέκει, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεδῶ «δένω» (<… … Dictionary of Greek